- ἠρέμησε
- ἠρεμέωto be stillaor ind act 3rd sgἠρεμέωto be stillaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηρεμώ — (I) (Α ἠρεμῶ, έω, δωρ. τ. ἀρεμῶ) [ηρέμα] είμαι ήρεμος, ησυχάζω, γαληνεύω (α. «η θάλασσα ηρέμησε» β. «κινεῑται ἤ ἠρεμεῑ τό πεφυκός», Αριστοτ.) αρχ. 1. αναγνωρίζω απόφαση, συμμορφώνομαι 2. είμαι ακίνητος, παραμένω αμετάβλητος 3. αναχαιτίζω κάποιον… … Dictionary of Greek
πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… … Dictionary of Greek
Λάικα — Το όνομα του πρώτου ζωντανού όντος (πιο συγκεκριμένα, θηλυκού σκύλου) που εκτοξεύτηκε στο Διάστημα με το διαστημόπλοιο Σπούτνικ 2, στις 3 Νοεμβρίου 1957. Η συμπεριφορά του σκύλου στη φάση της εκτόξευσης και της επιτάχυνσης, καθώς επίσης και στη… … Dictionary of Greek
ηρεμώ — ηρέμησα, είμαι ήρεμος, ξαναβρίσκω την ηρεμία μου: Πήγε στην εξοχή για να ηρεμήσει λίγο. – Ηρέμησε η πολιτική κατάσταση. – Ηρέμησαν τα πάθη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)